- ἀδιαστρέπτως
- ἀδιαστρέπτωςwithout turningindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιάστρεπτος — η, ο (Α μόνο το επίρρ.) [διαστρέφω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν υφίσταται διαστρέβλωση ή αλλαγή, αναλλοίωτος, πραγματικός 2. αυτός που δεν υπέστη ή δεν υφίσταται ηθική διαστροφή, ο μη διεφθαρμένος, αδιάφθορος αρχ. επίρρ. ἀδιαστρέπτως… … Dictionary of Greek